- σαπροβιοτικός
- -ή, -ό, Νβιολ. (για οργανισμό)1. αυτός που τρέφεται με ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση αποικοδόμησης, αποσύνθεσης, σε λάσπη πλούσια σε απορρίματα και άλλες αποσυντεθειμένες ουσίες, αλλ. σαπροφάγος ή πηλοφάγος2. φρ. «σαπροβιοτικό σύστημα»οικολ. σύστημα ταξινόμησης ενός ρυπασμένου υδρόβιου οικοσυστήματος, το οποίο υφίσταται αυτοκαθαρισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprobiotic (< σαπρός + βιοτικός)].
Dictionary of Greek. 2013.